Luisteren στα ελληνικά

Μετάφραση: luisteren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακούω, αφουγκράζομαι, για να ακούσετε, να ακούσετε, να ακούσει, να ακούσουν, να ακούτε
Luisteren στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • luis στα ελληνικά - ψείρα, ψείρας, φθείρα, ψείρα του, χαλνώ
  • luisteraar στα ελληνικά - ακροατής, ακροατή, ακρόασης, ακροατές
  • luisterrijk στα ελληνικά - εξαίσιος, υπέροχος, ένδοξος, έξοχα, περίλαμπρος, περίλαμπρη, λαμπρή, ...
  • luit στα ελληνικά - λαούτο, λαούτου, λαγούτο, το λαούτο, λαγούτου
Τυχαίες λέξεις
Luisteren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακούω, αφουγκράζομαι, για να ακούσετε, να ακούσετε, να ακούσει, να ακούσουν, να ακούτε