Mat στα ελληνικά

Μετάφραση: mat, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξαντλημένος, κουρασμένος, χαλάκι, ματ, Matt, ο Matt, τον Matt, μάτ
Mat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • massief στα ελληνικά - τεράστιος, δυνατός, αξιόλογος, ουσιαστικός, στερεός, ογκώδης, μαζική, ...
  • mast στα ελληνικά - ιστός, κατάρτι, ιστό, σκελετού ανύψωσης, σκελετó ανύψωσης
  • match στα ελληνικά - ταιριάζω, διαγωνισμός, αντιπαράθεση, συνταιριάζω, σπίρτο, αγώνας, συναγωνισμός, ...
  • mate στα ελληνικά - βηματίζω, μετρώ, διάβημα, πτυχίο, βαθμός, καταμέτρηση, μέτρο, ...
Τυχαίες λέξεις
Mat στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξαντλημένος, κουρασμένος, χαλάκι, ματ, Matt, ο Matt, τον Matt, μάτ