Κουρασμένος στα ολλανδικά

Μετάφραση: κουρασμένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
mat, vervelend, vermoeid, moe, vermoeide, afgeleefd, genoeg
Κουρασμένος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κουρασμένος

κουρασμένος ηρακλής, κουρασμένος перевод, ονειροκρίτης κουρασμένος, νιώθω κουρασμένος, ξυπνάω κουρασμένοσ, κουρασμένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κουρασμένος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κουρέας στα ολλανδικά - barbier, kapper, Barber, Herenkapper, schoonheidssalon
  • κουρέλι στα ολλανδικά - vod, vodje, tod, lomp, lap, lor, flard, ...
  • κουραφέξαλα στα ολλανδικά - noten, moeren, nuts, bouten, gek
  • κουρδίζω στα ολλανδικά - deuntje, wind, strengelen, oprollen, winden, spoelen, wijsje, ...
Τυχαίες λέξεις
Κουρασμένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: mat, vervelend, vermoeid, moe, vermoeide, afgeleefd, genoeg