Mest στα ελληνικά

Μετάφραση: mest, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βρομιά, βόρβορος, λίπασμα, κοπριά, κόπρος, κοπριάς, κόπρο, την κόπρο
Mest στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • mesje στα ελληνικά - λεπίδα, μαχαίρι, μαχαιριού, το μαχαίρι, μαχαιριών
  • messing στα ελληνικά - ορείχαλκος, ορείχαλκο, ορείχαλκου, ορειχάλκου, από ορείχαλκο
  • mesten στα ελληνικά - παχαίνω, παχύνουν, παχαίνουν, την πάχυνση, πάχυνση των
  • met στα ελληνικά - σε, διαμέσου, μαζί, με, με το, με την, με τις, ...
Τυχαίες λέξεις
Mest στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βρομιά, βόρβορος, λίπασμα, κοπριά, κόπρος, κοπριάς, κόπρο, την κόπρο