Λέξη: οικόσημο
Σχετικές λέξεις: οικόσημο
οικόσημο λίτινα, οικόσημο ορισμός, οικόσημο μηλίνα, οικόσημο ετυμολογία, οικόσημο βαρούχα, οικόσημο παλαιολόγων, οικόσημο έπιπλα, οικόσημο σημασια, οικόσημο μεδίκων, οικόσημο λεξικό
Συνώνυμα: οικόσημο
κορυφή, κορυφογραμμή, λοφίο, λειρί, κορωνίς, θυρεός, οικόσημα
Μεταφράσεις: οικόσημο
οικόσημο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
crest, coat of arms, blazon, arms, Ikosimo
οικόσημο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cumbre, cresta, moño, cima, plumaje, penacho, escudo de armas, escudo de armas de, del escudo de armas, escudo, el escudo de armas
οικόσημο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kamm, büschel, mähne, scheitelpunkt, haube, wellenkamm, gipfel, spitze, bergrücken, gipfelpunkt, Wappen, Wappen die, fällt Wappen
οικόσημο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
crinière, haut, peigne, bout, apogée, panache, comble, armoiries, gravir, cime, aigrette, plumet, crête, faîte, sommet, blason, manteau des bras, des armoiries, coat of arms
οικόσημο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
culmine, pennacchio, vetta, pettine, apogeo, cima, sommità, stemma, cappotto delle armi, coat of arms, stemma della, stemmi
οικόσημο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ápice, ponta, extremidade, cimo, pico, vértice, cume, brasão, presentes da brasão de, da brasão de, Produtos da brasão de
οικόσημο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
topje, punt, hoogtepunt, piek, spits, tip, neus, toppunt, kroon, kruin, top, wapen, Het Wapenschild van, wapenschild van, giften van het Wapenschild, WINKEL Het Wapenschild van
οικόσημο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вершина, куща, шлем, хохолок, хохол, пик, расческа, острие, грива, кончик, холка, гребешок, гребень, верхушка, герб, флаг, герб в
οικόσημο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
spiss, topp, våpenskjold, byvåpenet, våpen, våpenskjoldet
οικόσημο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
topp, vapen, vapensköld, vapenskölden, täcker av armar, laget av armar
οικόσημο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aallonharja, harjanne, huippu, laki, harja, kärki, töyhtö, huippukohta, vaakuna, vaakunan, vaakunassa, vaakunaa, coat of arms
οικόσημο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
højdepunkt, våbenskjold, våben, rigsvåben, våbenskjoldet, heraldisk
οικόσημο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hřeben, korunka, vrcholek, erb, chochol, výsostný znak, znak, coat of arms, státní znak
οικόσημο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kita, grzywa, grzebień, pióropusz, czub, grań, szczyt, godło, kalenica, herb, coat of arms, herbu, Godło, herbem
οικόσημο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
taraj, címere, címert, címer, címerét, címerével
οικόσημο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
doruk, zirve, hanedan arması, Arma, arması, coat of Arms, armalı giysi
οικόσημο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шлем, шлемо, гребінь, шолом, гребінець, герб
οικόσημο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pallto, shtresë, xhaketë, lyej, pallto të
οικόσημο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
герб, Герб на, герба, герба на
οικόσημο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
высокi, буда, герб
οικόσημο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mäehari, tutt, vapp, vappi, riigivapp, Vapi, vapil
οικόσημο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vrh, nakit, vijenac, ćuba, grb, grbom, grba, grbu, je grb
οικόσημο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skjaldarmerki, skjaldar
οικόσημο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
herbas, herbą, miesto herbas, herbas pavaizduotas, herbe
οικόσημο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ģerbonis, ģerboni, ģerboņa, valsts ģerboņa, ģerboņa attēls
οικόσημο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
врвот, грбот, грб, грбот на, на грбот, грбот на НРМ
οικόσημο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
culme, stema, stemă, blazon, strat de arme, blazonul
οικόσημο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
grb, grba, grbom, grbi
οικόσημο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
erb, ERC, výkyvu, hrebeň
Τυχαίες λέξεις