Λίπασμα στα ολλανδικά
Μετάφραση: λίπασμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
mest, meststof, meststoffen, kunstmest, van meststoffen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λίπασμα
λίπασμα one, λίπασμα 20-20-20 τιμη, λίπασμα τιμή, λίπασμα για λεμονιά, λίπασμα νιτρικού καλίου, λίπασμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, λίπασμα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- λίμπρα στα ολλανδικά - bonzen, stampen, pond, Pound, Britse, pond sterling, kilo
- λίπανση στα ολλανδικά - het smeren, smering, smeren, smeersysteem, de smering
- λίπος στα ολλανδικά - vruchtbaar, vet, gezet, lijvig, vettig, dik, vette, ...
- λίστα στα ολλανδικά - ceel, rol, uitlisten, lijst, cedel, lijst met, overzicht, ...
Τυχαίες λέξεις
Λίπασμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: mest, meststof, meststoffen, kunstmest, van meststoffen
Μεταφράσεις: mest, meststof, meststoffen, kunstmest, van meststoffen