Minderjarigheid στα ελληνικά
Μετάφραση: minderjarigheid, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μειοψηφία, μειονότητα, μειονότητας, μειοψηφίας, μειονοτήτων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- minderheid στα ελληνικά - μειοψηφία, μειονότητα, μειονότητας, μειοψηφίας, μειονοτήτων
- minderjarig στα ελληνικά - υπεξούσιος, ελάσσων, μικρός, ασήμαντος, ανήλικος, ήσσονος σημασίας, ανηλίκου, ...
- minderwaardig στα ελληνικά - παρακατιανός, υποδεέστερος, κατώτερος, κατώτερη, κατώτερα, κατώτερης, κατώτερες
- mineraal στα ελληνικά - μετάλλευμα, ορυκτό, ορυκτών, μεταλλικό, ορυκτά, ανόργανα
Τυχαίες λέξεις
Minderjarigheid στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μειοψηφία, μειονότητα, μειονότητας, μειοψηφίας, μειονοτήτων
Μεταφράσεις: μειοψηφία, μειονότητα, μειονότητας, μειοψηφίας, μειονοτήτων