Moe στα ελληνικά

Μετάφραση: moe, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουρασμένος, εξαντλημένος, κουρασμένοι, κουραστεί, κουρασμένη, κουρασμένα
Moe στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • modificeren στα ελληνικά - παραλλάζω, τροποποιώ, τροποποιήσει, να τροποποιήσει, τροποποιούν, τροποποιήσετε, τροποποιήσουν
  • modus στα ελληνικά - σχηματίζω, μόδα, διαμορφώνω, πλάθω, στύλος, ύφος, τρόπος, ...
  • moed στα ελληνικά - καρδιά, νεύρο, γενναιότητα, θάρρος, κουράγιο, το θάρρος, θάρρους, ...
  • moeder στα ελληνικά - μητέρα, μητέρας, η μητέρα, τη μητέρα, μητρική
Τυχαίες λέξεις
Moe στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουρασμένος, εξαντλημένος, κουρασμένοι, κουραστεί, κουρασμένη, κουρασμένα