Λέξη: οφθαλμός

Σχετικές λέξεις: οφθαλμός

οφθαλμός ηλιούπολη, οφθαλμός του βόνταν, οφθαλμός οπτικά, οφθαλμόσ αντί οφθαλμού, οφθαλμός γλυφάδα, οφθαλμός περιστέρι, οφθαλμόν αντί οφθαλμού, οφθαλμόσ ανατομία, οφθαλμός ετυμολογία, οφθαλμός αγία παρασκευή

Συνώνυμα: οφθαλμός

μάτι

Μεταφράσεις: οφθαλμός

οφθαλμός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
eye, bud, eye is, eye of

οφθαλμός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ojo, ojos, los ojos, del ojo, ocular

οφθαλμός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mittelpunkt, nadelöhr, knospe, auge, zentrum, mitte, öhr, Auge, Augen, Auges, Blick

οφθαλμός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
maille, centre, contempler, oeil, considérer, regarder, voir, chas, milieu, œil, yeux, oculaire, les yeux

οφθαλμός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
guardare, occhio, occhi, dell'occhio, eye, degli occhi

οφθαλμός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
olhar, jubilar, metade, olho, centro, meio, olhos, do olho, eye, ocular

οφθαλμός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
middelpunt, oog, kijker, binnenste, midden, middelmaat, centrum, oogje, ogen, eye, het oog

οφθαλμός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
очко, разглядывать, внимание, петелька, око, колечко, взгляд, зрение, отверстие, ушко, глаз, глазомер, петля, рассматривать, глазок, центр, глаза, Eye, глазом

οφθαλμός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
øye, eye, øyet, øyen, øyne

οφθαλμός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
öga, ögla, ögon, ögat, Eye

οφθαλμός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
keskipiste, silmu, keskiö, silmä, silmäillä, keskus, silmän, eye, silmien, silmällä

οφθαλμός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
øje, eye, øjet, øjne, øjnene

οφθαλμός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
očko, otvor, oko, pozorovat, očí, oční, oka, oči

οφθαλμός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wpatrywać, oczko, ślepie, oko, przypatrywać, patrzeć, Eye, oczu, oka, oczy

οφθαλμός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csíraszem, figyelés, szem, szemet, szemmel, eye, szeme

οφθαλμός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
göz, orta, merkez, Eye, gözü, Gözlerin

οφθαλμός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
око, вічко, отвір, розглядати, петелька, вушко, очей, віч

οφθαλμός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
syri, sy, syve, syrit, syrin

οφθαλμός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
глад, око, очите, окото, очи, на очите

οφθαλμός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вока, вачэй, глаз, вочы

οφθαλμός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kese, silm, pilk, silma, silmade, silmaga, eye

οφθαλμός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
oka, pogled, gledati, oko, Eye, očiju, oči

οφθαλμός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
auga, augu, augað, augum, í auga

οφθαλμός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
oculus

οφθαλμός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
akis, Akių, akies, akys, akį

οφθαλμός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
acs, acu, eye, acu efekta, acis

οφθαλμός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
центарот, окото, око, очите, очи, внимава

οφθαλμός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mijloc, ochi, ochilor, ochiul, de ochi, ochiului

οφθαλμός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
oko, oči, eye, očesa, za oči

οφθαλμός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
oko, oči
Τυχαίες λέξεις