Moeilijkheid στα ελληνικά

Μετάφραση: moeilijkheid, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυσχέρεια, ενοχλώ, δυσκολία, πρόβλημα, ταλαιπωρία, φασαρία, μπελάς, δυσκολίας, δυσκολίες, προβληματικών
Moeilijkheid στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • moeheid στα ελληνικά - κόπος, κόπωση, κούραση, κόπωσης, κούρασης, η κούραση
  • moeilijk στα ελληνικά - δύσκολος, σκληρός, επίπονος, άβολος, δύσκολο, δύσκολη, δύσκολα, ...
  • moeite στα ελληνικά - δοκιμάζω, εκδικάζω, απόπειρα, προσπαθώ, προσπάθεια, ταλαιπωρία, φασαρία, ...
  • moer στα ελληνικά - έλος, παξιμάδι, μαζεύω, βάλτος, καρύδι, περικόχλιο, περικοχλίου, ...
Τυχαίες λέξεις
Moeilijkheid στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυσχέρεια, ενοχλώ, δυσκολία, πρόβλημα, ταλαιπωρία, φασαρία, μπελάς, δυσκολίας, δυσκολίες, προβληματικών