Morsen στα ελληνικά

Μετάφραση: morsen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χύνω, πετρελαιοκηλίδα, spill, Ποσότητα Χυένου Υλικού, Χυένου Υλικού, Ποσότητα Χυμένου Υλικού
Morsen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • mormel στα ελληνικά - κτήνος, τέρας, γκαφατζής, βλάκας, mutt, το mutt, πρόγραμμα mutt
  • morren στα ελληνικά - μουρμουρίζω, μουγκρίζω, μεμψιμοιρώ, γκρινιάζω, μουρμούρισμα, ψίθυρος, φύσημα, ...
  • morsig στα ελληνικά - λερωμένος, βρόμικος, ανέντιμος, απαίσιος, ακάθαρτος, βρώμικος, smeary, ...
  • mortel στα ελληνικά - γουδί, κονίαμα, κονιάματος, το κονίαμα, κονιάματα
Τυχαίες λέξεις
Morsen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χύνω, πετρελαιοκηλίδα, spill, Ποσότητα Χυένου Υλικού, Χυένου Υλικού, Ποσότητα Χυμένου Υλικού