Χύνω στα ολλανδικά

Μετάφραση: χύνω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
morsen, val, werpen, schuur, vergieten, afwerpen, vergoten
Χύνω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: χύνω

χύνω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, χύνω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • χόνδρος στα ολλανδικά - dik, vettig, vet, gezet, vruchtbaar, lijvig, kraakbeen, ...
  • χόρτο στα ολλανδικά - grassen, grasveld, gras, grass, het gras
  • χώμα στα ολλανδικά - bodem, land, aanaarden, aardrijk, aarde, grond, de bodem, ...
  • χώνεψη στα ολλανδικά - spijsvertering, digestie, vertering, de spijsvertering, de vertering
Τυχαίες λέξεις
Χύνω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: morsen, val, werpen, schuur, vergieten, afwerpen, vergoten