Nalatigheid στα ελληνικά
Μετάφραση: nalatigheid, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμελώ, αμέλεια, αμέλειας, αμελείας, αμελειών, αμέλεια εκ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- nalaten στα ελληνικά - παραγνωρίζω, παραλείπω, παραβλέπω, κληροδοτώ, άδεια, φύγω, αφήσει, ...
- nalatig στα ελληνικά - εγκαταλειμμένος, εγκληματίας, ετοιμόρροπος, απρόσεκτος, αμελής, αμέλεια, εξ αμελείας, ...
- naleving στα ελληνικά - διενέργεια, επίτευξη, συμμόρφωση, συμμόρφωσης, τήρηση, τη συμμόρφωση, την τήρηση
- namaak στα ελληνικά - πλαστογραφία, κίβδηλος, κάλπικος, πλαστός, απομίμηση, πλαστά, απομίμησης, ...
Τυχαίες λέξεις
Nalatigheid στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμελώ, αμέλεια, αμέλειας, αμελείας, αμελειών, αμέλεια εκ
Μεταφράσεις: αμελώ, αμέλεια, αμέλειας, αμελείας, αμελειών, αμέλεια εκ