Λέξη: παραζάλη

Σχετικές λέξεις: παραζάλη

ανέμου παραζάλη

Συνώνυμα: παραζάλη

σύγχυση, ανακάτωμα, αταξία, μπέρδεμα, σάστισμα, ζάλη, σκοτοδίνη, ήλιγγος, αμηχανία, απορία, κυκεώνας

Μεταφράσεις: παραζάλη

παραζάλη στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tumult, confusion, giddiness, bewilderment, daze, maelstrom

παραζάλη στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ajetreo, algazara, confusión, zipizape, tumulto, mareo, vértigo, mareos, vértigos, aturdimiento

παραζάλη στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unruhe, bestürzung, trubel, gewirr, krawall, verwirrung, verwechslung, durcheinander, Schwindel, Schwindelgefühl, schwindel, Unbesonnenheit

παραζάλη στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chaos, tapage, fouillis, méprise, trouble, confusion, vacarme, boucan, tintouin, cohue, tumulte, charivari, bruit, agitation, bouleversement, cafouillage, vertige, vertiges, des vertiges, étourdissement, étourderie

παραζάλη στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
confusione, chiasso, tumulto, zuffa, soqquadro, garbuglio, vertigini, vertigine, capogiri, giddiness, capogiro

παραζάλη στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ventre, confusão, barulho, tontura, vertigem, tonturas, giddiness, vertigens

παραζάλη στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wanorde, kabaal, getier, herrie, verwardheid, verwarring, rel, roerigheid, duizeligheid, draaierigheid, duizelingen, duizeling, lichtzinnigheid

παραζάλη στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
неразбериха, кавардак, суматоха, катавасия, сумбурность, бестолковщина, смятение, путаница, обескураженность, возня, кутерьма, беспорядок, волнение, переполох, беспорядочность, разброд, головокружение, головокружения, головокружением, легкомыслие, ветреность

παραζάλη στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tumult, svimmel, svimmelheten, svimmelhet, giddiness, vankelmodighet

παραζάλη στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
villervalla, bråk, svindel, yrsel, giddiness, yrseln, upprymdhet

παραζάλη στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sekaannus, myllerrys, sekavuus, hälinä, hämminki, sekasotku, mellakka, hajanaisuus, hämmennys, mylläkkä, epäselvyys, sekasorto, huimaus, pyörrytys, giddiness, heikotus, pyörrytystä

παραζάλη στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
svimmelhed, ørhed, ugidelighed, giddiness, svimlen

παραζάλη στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
shon, zmatek, mela, povyk, hluk, pobouření, nepořádek, vřava, kravál, záměna, rozruch, zaměňování, závrať, závratě, závratích

παραζάλη στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dezorientacja, zamęt, bezład, nieporządek, zakłopotanie, rozstrojenie, zgiełk, wrzawa, tumult, niejasność, niepokój, wzburzenie, zawstydzenie, anarchizm, nieporozumienie, pomylenie, zawrót głowy, roztargnienie, lekkomyślność, zawroty głowy, zawroty

παραζάλη στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
összetévesztés, tumultus, szédülés, szédelgés, szédülést, szédül, szédülésre

παραζάλη στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şamata, baş dönmesi, dönmesi, giddiness, sersemleme, baltaya sap olamama

παραζάλη στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сум'яття, метушня, замішання, зніяковіння, безладдя, запаморочення, головокружіння

παραζάλη στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mendjelehtësi, marramendje

παραζάλη στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
смущение, виене на свят, замайване, лекомислие, главозамайване

παραζάλη στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
галавакружэнне, галовакружэння, галавакружэньне, галава, голавакружэнне

παραζάλη στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kõmin, mäslemine, segiolek, kimbatus, pööritus, kergemeelsus, tuisupäisus, peapööritus, pearinglus

παραζάλη στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
konfuzija, komešanje, vrtoglavica, vrtoglavicu, nesvjestica, prevrtljivost

παραζάλη στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
giddiness

παραζάλη στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
confusio

παραζάλη στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
svaigulys, galvos sukimasis, sukimasis, kvaitulys, Lekkomyślność

παραζάλη στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
reibonis, apdullums, reiboni, vieglprātība

παραζάλη στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вртоглавицата, лекомислие

παραζάλη στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
confuzie, amețeală, amețeli, ameteala, vertijului, nestatornicie

παραζάλη στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
omotica, vrtoglavica, Nesvjestica

παραζάλη στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zmätok, rozruch, zmena, vrava, mela, závrat, závraty, závrate, vertigo, závrať
Τυχαίες λέξεις