Αμέλεια στα ολλανδικά
Μετάφραση: αμέλεια, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
nalatigheid, nonchalance, veronachtzamen, schuld, nalatigheden, onachtzaamheid, nalatigheid van
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμέλεια
αμέλεια ποινικό, αμέλεια αναστασάκη, αμέλεια συνώνυμα, αμέλεια αγγλικα, αμέλεια ανηλίκου, αμέλεια λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αμέλεια στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αμάραντος στα ολλανδικά - amarant, amaranth, de amarant, van de amarant, amarant van
- αμέθυστος στα ολλανδικά - amethist, Amethyst, violetkleurige
- αμέριμνος στα ολλανδικά - luchthartig, luchtige, luchtig, luchthartige, lichtvoetige
- αμέσως στα ολλανδικά - meteen, aanstonds, subiet, dadelijk, zo, onmiddellijk, direct, ...
Τυχαίες λέξεις
Αμέλεια στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: nalatigheid, nonchalance, veronachtzamen, schuld, nalatigheden, onachtzaamheid, nalatigheid van
Μεταφράσεις: nalatigheid, nonchalance, veronachtzamen, schuld, nalatigheden, onachtzaamheid, nalatigheid van