Oefenen στα ελληνικά
Μετάφραση: oefenen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασκώ, άσκηση, εξασκώ, άσκησης, την άσκηση, ασκήσεως, διαδικασία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- oculeren στα ελληνικά - εμβολιάζω, εμβολιασμό, εμβολιάσουν, τον εμβολιασμό, εμβολιάσει, ενοφθαλμισμό
- odeur στα ελληνικά - ευωδιά, οσμή, ουσία, άρωμα, ευωδία, μυρωδιά, το άρωμα, ...
- oerbewoner στα ελληνικά - γηγενής, ντόπιος, ιθαγενής
- oerwoud στα ελληνικά - ζούγκλα, ζούγκλας, στη ζούγκλα, ζούγκλα του, ζουγκλών
Τυχαίες λέξεις
Oefenen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασκώ, άσκηση, εξασκώ, άσκησης, την άσκηση, ασκήσεως, διαδικασία
Μεταφράσεις: ασκώ, άσκηση, εξασκώ, άσκησης, την άσκηση, ασκήσεως, διαδικασία