Εξασκώ στα ολλανδικά

Μετάφραση: εξασκώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
oefenen, drillen, praktijk, beoefening, de praktijk, praktijken, practice
Εξασκώ στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξασκώ

εξασκώ conjugation, εξασκώ ή ασκώ, εξασκώ μετάφραση, ασκώ συνώνυμα, εξασκώ επάγγελμα, εξασκώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εξασκώ στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εξαρτώμαι στα ολλανδικά - afhangen, afhankelijk zijn, hangen, vertrouwen, afhankelijk
  • εξασθένηση στα ολλανδικά - achteruitgang, verval, daling, daling van, afname
  • εξασφαλίζω στα ολλανδικά - waarborgen, verzekeren, beveiligen, ik, I, mij, me
  • εξατμίζομαι στα ολλανδικά - uitdampen, indampen, damp, dampen, waterdamp, stoom, damp-
Τυχαίες λέξεις
Εξασκώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: oefenen, drillen, praktijk, beoefening, de praktijk, praktijken, practice