Onderbreken στα ελληνικά

Μετάφραση: onderbreken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διακόπτω, διακοπή, διακόψει, διακόπτουν, διακόψετε
Onderbreken στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • onderbeen στα ελληνικά - στάδιο, πόδι, σκέλος, σκέλους, ποδιού, ποδιών
  • onderbinden στα ελληνικά - χερσότοπος, προσδένω, βάλτος, αράζω, προσορμίζω, Μαυριτάνος
  • onderbreking στα ελληνικά - ανάρτηση, αντεπίθεση, κενό, αναστάτωση, διακοπή, ανακοπή, εναιώρημα, ...
  • onderbroek στα ελληνικά - σώβρακο, παντελόνι, βράκα, σλιπ, σώβρακα, εσωρούχου, εσώρουχα
Τυχαίες λέξεις
Onderbreken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διακόπτω, διακοπή, διακόψει, διακόπτουν, διακόψετε