Ongegeneerdheid στα ελληνικά

Μετάφραση: ongegeneerdheid, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγκατάλειψη, ανεπαίσχυντος, χωρίς ντροπή, αναίσχυντης, την χωρίς ντροπή, αυθόρμητο
Ongegeneerdheid στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ongebruikelijk στα ελληνικά - ασυνήθης, ασυνήθιστος, ασυνήθιστο, ασυνήθιστη, ασυνήθιστες
  • ongedierte στα ελληνικά - παράσιτα, παρασίτων, επιβλαβών οργανισμών, επιβλαβείς οργανισμούς, τα παράσιτα
  • ongehuwd στα ελληνικά - μονός, ανύπαντρος, μονόκλινος, μόνος, άγαμος, άγαμα, άγαμων, ...
  • ongekunsteld στα ελληνικά - αφελής, άτεχνος, απλοϊκή, άτεχνη, άτεχνο
Τυχαίες λέξεις
Ongegeneerdheid στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγκατάλειψη, ανεπαίσχυντος, χωρίς ντροπή, αναίσχυντης, την χωρίς ντροπή, αυθόρμητο