Λέξη: πλαστός

Σχετικές λέξεις: πλαστός

πλαστός καρδίτσας, πλαστός με χόρτα, πλαστός παρθένης, chefonair πλαστός, θεσσαλικόσ πλαστόσ, πλαστός θεσσαλίας, πλαστός πίτα, πλαστός με σπανάκι, πλαστός συνταγή, πλαστός καρδιτσιώτικος

Συνώνυμα: πλαστός

ψευδής, εσφαλμένος, ψεύτικος, καλπικός, σφυρήλατος, χαλκευμένο, πρόστυχος, κίβδηλος, νόθος, πλασματικός, φανταστικός

Μεταφράσεις: πλαστός

πλαστός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
counterfeit, fake, fictitious, false, mock, shoddy, spurious

πλαστός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
falsificación, falso, falsear, contrahacer, falsificar, ficticio, ficticia, ficticios, ficticias, ficción

πλαστός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fälschen, schwindel, falsch, nachgemacht, gefälscht, fälschung, fälscher, betrüger, unecht, hochstapler, nachahmung, fiktiv, frei erfunden, fiktiven, fiktive, fiktiver

πλαστός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fabriquer, adultérer, imposture, faux, factice, frelater, truqueur, tromperie, duperie, falsifier, fourberie, escroquerie, supposé, imitation, contrefait, tricherie, fictif, fictive, fictifs, fictives

πλαστός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
falsare, truccare, falsificare, contraffazione, contraffare, falso, fittizio, fittizia, fittizi, fittizie, immaginario

πλαστός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
falsificar, fictício, fictícia, fictícios, fictícias, fictitious

πλαστός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
nabootsing, namaak, vals, vervalsen, vervalsing, bedrieger, navolging, fictief, gefingeerd, fictieve, gefingeerde, denkbeeldige

πλαστός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подложный, подражать, поддельный, притворяться, подделка, фальсификат, бутафорский, жульничать, обманывать, прикидываться, фиктивный, подражание, подделывать, обманщик, фабриковать, подделать, фиктивным, вымышленными, фиктивная, фиктивной

πλαστός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forfalske, fiktiv, fiktive, oppdiktet, fiktivt, oppdiktede

πλαστός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förfalska, förfalskning, falsk, fiktiva, fiktiv, fiktivt, påhittade, fingerade

πλαστός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
epäaito, harhauttaa, väärennös, väärentää, väärä, käpälöidä, huijari, petturi, kuvitteellinen, kuvitteellisia, fiktiivinen, fiktiivisiä, kuvitteellisen

πλαστός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
falsk, fiktiv, fiktive, fiktivt, opdigtede, opdigtet

πλαστός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
napodobit, podvrh, padělat, padělek, nalíčit, zfalšovat, falšovat, falešný, nepravý, podvodník, vymyslet, předstírat, předstíraný, podvod, falzifikát, fiktivní, smyšlené, smyšlená, fiktivních, fiktivního

πλαστός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
fałszerz, podróbka, fałszywy, falsyfikacja, sfingować, fabrykować, podrobienie, oszukiwać, podrabiać, falsyfikat, fałszować, fałszowanie, podrobić, fingować, fałszerstwo, fałszerski, fikcyjny, fikcyjne, fikcyjna, fikcyjną, fikcyjnym

πλαστός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csel, hamisítvány, meghamisítás, szédelgés, kitalált, fiktív, képzeletbeli, a fiktív, fiktívek

πλαστός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
taklit, sahte, dolandırıcı, hayali, kurgusal, uydurma, hayali bir, hayalidir

πλαστός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підроблювати, фальшивка, обманути, обманщик, підробка, шахрайство, підробити, фіктивний, фіктивне, фіктивну, фіктивного

πλαστός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fiktiv, fiktive, trillime, imagjinar

πλαστός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
измислен, привиден, фиктивен, фиктивни, фиктивна

πλαστός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
фіктыўны

πλαστός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
võltsima, pettur, võltsing, fiktiivne, fiktiivseid, fiktiivsed, fiktiivsete, fiktiivse

πλαστός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
varka, krivotvoriti, podvala, falsifikat, falsificirati, krivotvorina, izmišljen, fiktivan, fiktivni, izmišljeni, fiktivna

πλαστός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skýrt það sjálfur, skýrt það sjálfur og, ímynduð

πλαστός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
suklastoti, fiktyvus, tik prasimanymas, fiktyvūs, fiktyvi, prasimanymas

πλαστός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nepatiess, neīsts, viltots, fiktīvs, fiktīva, fiktīvu, fiktīvi, neīsti

πλαστός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
фиктивни, фиктивен, фиктивните, фиктивно, фиктивна

πλαστός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pretins, fals, impostor, fictiv, fictive, fictivă, fictiva

πλαστός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
fiktivne, izmišljena, fiktivna, fiktivni, fiktivnih

πλαστός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
falšovať, podvod, podvrh, fiktívne, fiktívnej, fiktívny, fiktívna, fiktívnu
Τυχαίες λέξεις