Οφείλω στα αγγλικά

Μετάφραση: οφείλω, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
owe, I, I have, I owe, I must
Οφείλω στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: οφείλω

must
  • πρέπει
  • οφείλω
ought
  • πρέπει
  • έπρεπε
  • οφείλον
  • οφείλω

Σχετικές λέξεις: οφείλω

οφείλω ωφελώ, οφείλω ωφείλω, οφείλω παραγωγα, οφείλω σημασια, οφείλω αντιθετο, οφείλω λεξικό γλώσσας αγγλικά, οφείλω στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • ουσιαστικός στα αγγλικά - substantial, substantive, essential, effective, an essential
  • ουσιώδης στα αγγλικά - indispensable, fundamental, essential, vital, substantial, material, an essential
  • οφθαλμός στα αγγλικά - eye, bud, eye is, eye of
  • οχετός στα αγγλικά - conduit, drain, sewer, gutter, culvert, sink
Τυχαίες λέξεις
Οφείλω στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: owe, I, I have, I owe, I must