Oorspronkelijk στα ελληνικά
Μετάφραση: oorspronkelijk, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δεξιοτέχνης, μετρ, πρωτότυπος, κύριος, αφέντης, γνήσιος, αρχικά, αρχικώς, που αρχικά, αρχική, είχε αρχικά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- oorlog στα ελληνικά - πόλεμος, πολέμου, πόλεμο, τον πόλεμο, του πολέμου
- oorsprong στα ελληνικά - προέλευση, πηγή, ρίζα, καταγωγή, προέλευσης, καταγωγής, προελεύσεως
- oorveeg στα ελληνικά - ραπίζω, χαστούκι, κόλαφος, σφαλιάρα, ράπισμα, slap
- oorzaak στα ελληνικά - αιτιολογία, προξενώ, αιτία, προκαλώ, σκοπός, λόγος, αιτίας, ...
Τυχαίες λέξεις
Oorspronkelijk στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δεξιοτέχνης, μετρ, πρωτότυπος, κύριος, αφέντης, γνήσιος, αρχικά, αρχικώς, που αρχικά, αρχική, είχε αρχικά
Μεταφράσεις: δεξιοτέχνης, μετρ, πρωτότυπος, κύριος, αφέντης, γνήσιος, αρχικά, αρχικώς, που αρχικά, αρχική, είχε αρχικά