Λέξη: λεπτός

Σχετικές λέξεις: λεπτός

λεπτός κύπρος, λεπτός σκελετός, λεπτός συνώνυμα, λεπτός κερατοειδής, παντελήσ λεπτόσ, μιχαλάκης λεπτός, λεπτός καρπός, λεπτόσ πάφοσ, λεπτός πάγος, λεπτός αμφιβληστροειδής

Συνώνυμα: λεπτός

ωραίος, κομψός, έξοχος, ψιλόλιγνος, ισχνός, όμορφη, καλός, νόστιμος, συμπαθητικός, λυγερός, αδύνατος, λιγνός, αραιός, υψιλός, λεπτοκαμωμένος, εκλεκτικός, ντελικάτος, αραχνοΰφαντος, απεριποίητος, ασήμαντος, μικρός, ελαφρός, ευφυής, πανούργος, λυγερή, ευκίνητος, σβέλτος, εξευγενισμένος, ραφινάτος, εκκαθαρισμένος, λιγοστός, καλλίγραμος, προσεκτικός, με τάκτ, πολύ λεπτός, σφηκοειδής, ευερέθιστος, δύστροπος, αβρός, ευαίσθητος, φίνος, απαλός, ευπαθής, ευκολώς γαργαλιζόμενος, εκλεκτός, εξαίρετος, εξαίσιος, πανέμορφος, αιθέριος, αραχνοειδής

Μεταφράσεις: λεπτός

λεπτός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
flimsy, tenuous, delicate, subtle, thin, fine, slim, slender

λεπτός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
endeble, débil, sutil, delicado, delgado, frágil, fino, tenue, quebradizo, leve, escurrido, delgada, fina, delgadas

λεπτός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
feinfühlig, kitzlig, zierlich, schwach, schwache, klein, zerbrechlich, kitzelig, zart, scharf, unbedeutend, heikel, unerheblich, delikat, hintergründig, fein, dünn, dünnen, dünne, dünner

λεπτός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
menu, perspicace, délicat, fluet, léger, doux, frêle, mince, petit, impressionnable, cassable, faible, croustillant, mièvre, douillet, chétif, fine, minces, fin, maigre

λεπτός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
labile, gracile, sottile, leggero, cagionevole, tenue, lieve, delicato, fino, fragile, acuto, magro, fine, esile, sottili, thin

λεπτός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
brando, grácil, meigo, mimoso, delicado, fino, leve, frágil, quebradiço, deliberadamente, fina, magro, finas, finos

λεπτός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
teder, tactvol, delicaat, zwak, licht, spitsvondig, fijn, fragiel, kieskeurig, subtiel, breekbaar, gevoelig, broos, teer, kies, iel, dun, mager, dunne, thin, verdun

λεπτός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
изысканный, острый, слабый, утонченный, неосновательный, незначительный, неуловимый, болезненный, ажурный, хилый, хитростный, банкнот, изнеженный, тонкий, хрупкий, затруднительный, тонкая, тонкие, тонкой, тонким

λεπτός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sart, skrøpelig, skjør, fintfølende, delikat, fin, tynn, tynne, tynt

λεπτός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
subtil, smärt, delikat, fin, spröd, spenslig, ömtålig, bräcklig, svag, finkänslig, tunn, tunna, tunt, smal

λεπτός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kevyt, solakka, hienotunteinen, heikko, hento, hieno, hatara, särkyvä, sukkela, siro, hoikka, huono, hauras, herkkä, viehättävä, ohut, ohuita, ohuen, ohutta, ohuet

λεπτός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sart, lækker, delikat, vanskelig, tynd, fin, skrøbelig, tynde, tyndt

λεπτός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
chabý, bystrý, lahodný, hubený, slabý, důvtipný, křehký, delikátní, něžný, malý, štíhlý, choulostivý, povrchní, tenký, citlivý, lámavý, tenké, tenká, na tenké, tenkou

λεπτός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
misterny, niepozorny, czuły, słaby, subtelny, drobny, cienki, wątły, wiotki, kruchy, delikatny, chudy, cienko, cienkie, cienka

λεπτός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
selyempapír, hajszálnyi, híg, vékony, vékonyréteg, sovány, a vékony

λεπτός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ince, hassas, zarif, zayıf, önemsiz, ince bir, hafif

λεπτός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хитрий, гостра, неміцний, незначний, украдливий, витончений, чуттєвий, увічливий, хворобливий, розведений, розбавлений, гостре, несталий, тонкий, тонка

λεπτός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i hollë, hollë, e hollë, të hollë, holla

λεπτός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тънък, тънка, тънки, тънко, тънката

λεπτός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
тонкi, слабы, лёгкi, тонкі

λεπτός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
väheusutav, peenike, habras, õrn, hõre, õhuke, delikaatne, lenduv, õhukese, õhukesed, õhukeste, õhukest

λεπτός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tanak, umješan, razrijeđen, nježan, suptilan, fin, delikatan, prijatan, prepreden, prorijeđen, slab, beznačajan, profinjen, osjetljiv, mršav, tanka, tanki, tanke

λεπτός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þunnur, þunnt, þunn, þynna, þunnar

λεπτός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
trapus, subtilus, švelnus, keblus, gležnas, plonas, plona, ploni, plonos, ploną

λεπτός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
trausls, smalks, delikāts, maigs, tievs, plāns, plānas, plāna, plānā

λεπτός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
тенок, тенки, тенка, тенката, слаби

λεπτός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fin, delicat, subțire, subtire, subțiri, subtiri, subțire de

λεπτός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
delikátní, tanka, tanek, tanke, thin, tanko

λεπτός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
duchaplný, bystrý, nekvalitní, chutný, tenký, slabý, jemný, nepatrný, štíhly, tenké, tenká
Τυχαίες λέξεις