Opengevallen στα ελληνικά
Μετάφραση: opengevallen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κενός, άδειος, κενή, κενές, κενών, κενό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- opendoen στα ελληνικά - ανοιχτός, ανοικτός, ανοίγω, εγκαινιάζω, ανοιχτό, ανοικτή, ανοικτό
- openen στα ελληνικά - εγκαινιάζω, ανοικτός, ανοιχτός, ανοίγω, για να ανοίξετε, να ανοίξει, για να ανοίξει, ...
- openhartig στα ελληνικά - ειλικρινής, Frank, ειλικρινή, ειλικρινείς, Ο Frank
- openhartigheid στα ελληνικά - ειλικρίνεια, την ειλικρίνεια, ειλικρίνειας, ειλικρίνειά, η ειλικρίνεια
Τυχαίες λέξεις
Opengevallen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κενός, άδειος, κενή, κενές, κενών, κενό
Μεταφράσεις: κενός, άδειος, κενή, κενές, κενών, κενό