Λέξη: προπηλακίζω

Σχετικές λέξεις: προπηλακίζω

προπηλακίζω ετυμολογία, προπηλακίζω λεξικό, προπηλακίζω ορισμος, προπηλακίζω σημασια

Μεταφράσεις: προπηλακίζω

προπηλακίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
insult, revile, outrage, propilakizo

προπηλακίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
deshonor, insultar, injuria, blasfemar, propilakizo

προπηλακίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ehrenkränkung, entrüstung, gewalttat, insult, beschimpfung, freveltat, empörung, schockieren, gewalttätigkeit, beleidigung, tadeln, fetale, vergewaltigen, kränkung, anfall, propilakizo

προπηλακίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
injurier, viol, indignité, formaliser, offense, agonissons, insulter, atrocité, indignation, pester, avanie, agonissent, violence, maugréer, agonissez, insultez, propilakizo

προπηλακίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
insulto, oltraggio, vituperare, atrocità, ingiuria, offendere, oltraggiare, insultare, propilakizo

προπηλακίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
isolador, insultar, insulto, propilakizo

προπηλακίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beledigen, krenken, affronteren, verontwaardiging, propilakizo

προπηλακίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
оскорбить, ущерб, обидеть, оскорблять, возмущение, надругательство, возмущать, поругание, издевательство, ругать, негодование, злодейство, поносить, надругаться, произвол, глумление, propilakizo

προπηλακίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fornærme, fornærmelse, propilakizo

προπηλακίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
propilakizo

προπηλακίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
parjata, loukata, mustamaalata, närkästys, pilkka, hirmuteko, panetella, loukkaus, skandaali, raiskata, propilakizo

προπηλακίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skælde, fornærme, propilakizo

προπηλακίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
násilnost, zlořečit, pohana, potupit, násilí, hanit, urážet, potupa, znásilnění, urážka, urazit, nadávat, pohanět, propilakizo

προπηλακίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obelga, gwałt, afront, oburzenie, znieważyć, zgorszenie, znieważenie, uwłaczać, znieważać, przekroczenie, ujma, zniewaga, przestępstwo, obrazić, lżyć, obrażać, propilakizo

προπηλακίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
meggyalázás, bántalmazás, propilakizo

προπηλακίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
propilakizo

προπηλακίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
насилувати, ізолятори, propilakizo

προπηλακίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fyerje, propilakizo

προπηλακίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
propilakizo

προπηλακίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
propilakizo

προπηλακίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vihahoog, häbimärgistama, solvama, kiruma, teotama, solvang, protestikisa, propilakizo

προπηλακίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uvrijediti, uvreda, napasti, napad, propilakizo

προπηλακίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
propilakizo

προπηλακίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
propilakizo

προπηλακίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
šokēt, satriekt, propilakizo

προπηλακίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
propilakizo

προπηλακίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
propilakizo

προπηλακίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
propilakizo

προπηλακίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
urážka, propilakizo
Τυχαίες λέξεις