Λέξη: άνοιγμα

Σχετικές λέξεις: άνοιγμα

άνοιγμα λογαριασμού εθνική, άνοιγμα φύλλου, άνοιγμα λογαριασμού πειραιώς, άνοιγμα τραπεζικού λογαριασμού, άνοιγμα λογαριασμού gmail, άνοιγμα μύτης, άνοιγμα αρχείων odt, άνοιγμα καρύδας, άνοιγμα αρχείων xls, άνοιγμα τραπεζικού λογαριασμού δικαιολογητικά

Συνώνυμα: άνοιγμα

χάσμα, διαρροή, οπή, τρύπα, μπουκαπόρτα, οπή καταστρώματος, φεγγίτης, κοίλωμα, κόλπος, κοιλότης της ρινός, κοιλότητα της ρινός, ημίτονο, εγκαίνια, ξάνοιγμα, στόμιο, προφυλακτήρας έλικα

Μεταφράσεις: άνοιγμα

άνοιγμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
hatch, opening, aperture, gap, orifice, open

άνοιγμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
empollar, escotillón, escotilla, incubar, apertura, abertura, inauguración, de apertura, la apertura

άνοιγμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lukentür, brut, durchreiche, schlüpfen, falltür, luke, Eröffnung, Öffnung, Öffnen, Öffnungs

άνοιγμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
portillon, couver, écluse, hachurer, éclosion, ouverture, l'ouverture, orifice, d'ouverture

άνοιγμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
apertura, di apertura, l'apertura, apertura di

άνοιγμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abertura, de abertura, abertura de, abrir, a abertura

άνοιγμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opening, openen, openstelling, de opening, het openen

άνοιγμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
насекать, заштриховать, гравировать, высидеть, вылупляться, насечка, решетка, люк, обдумывать, высиживать, защёлка, замышлять, выводок, затвор, выводиться, вылупиться, открытие, открытия, отверстие, открытии, открывание

άνοιγμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
åpning, åpningen, åpnings, åpne

άνοιγμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kläcka, öppning, öppningen, öppnande, öppnandet, öppnings

άνοιγμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
juonia, kuoriutua, säleikkö, hautominen, varjostin, aukko, avaamisesta, avaaminen, aukon, avaamisen

άνοιγμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
åbning, åbningen, om åbning, åbne, indledning

άνοιγμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vysedět, stavidlo, dvířka, šrafovat, otvor, zahájení, otevírací, úvodní, otevření

άνοιγμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zakreskować, wyklucie, legnąć, luk, wylegać, wylęg, wyląg, wysiadywać, wylęgać, lęgnąć, drzwiczki, kreskować, właz, wykluwać, śluza, spiskować, otwarcie, otwór, otwarcia, otwierające, otwierania

άνοιγμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nyílás, nyitás, megnyitása, nyitó, megnyitását

άνοιγμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
açılış, açma, açılma, açılışı, açıklığı

άνοιγμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
заслінка, ґрати, обдумувати, народжуватись, відкриття

άνοιγμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hapje, hapja, hapjes, hapjen, e hapjes

άνοιγμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
люк, отвор, отваряне, откриване, откриването, отварянето

άνοιγμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адкрыццё, адкрыцьцё

άνοιγμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kooruma, luuk, viirutama, avamine, ava, avamise, avamist, millega avatakse

άνοιγμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
grotlo, pripremati, otvaranje, otvor, otvaranja, otvorenje, otvaranju

άνοιγμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
opnun, opna, op, að opna, opnuð

άνοιγμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atidarymas, atidarymo, atvėrimas, anga, atidaryti

άνοιγμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atklāšana, atvere, atvēršana, atvēršanu, atvēršanas

άνοιγμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
отворањето, отворање, отворот, отварање, отвор

άνοιγμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
deschidere, deschiderea, de deschidere, deschiderii, deschidere a

άνοιγμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odpiranje, Otvoritev, odprtina, odprtje, odprtju

άνοιγμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
poklop, otvor, otvoru

Στατιστικά δημοτικότητας: άνοιγμα

Τυχαίες λέξεις