Opgeven στα ελληνικά

Μετάφραση: opgeven, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποποιούμαι, αποσύρομαι, ξεχωρίζω, αφηγούμαι, χάνω, παρατάω, αποκηρύσσω, διηγούμαι, εγκαταλείπω, παραιτούμαι, λέω, παραιτηθεί, να εγκαταλείψουν, εγκαταλείψουν, να εγκαταλείψει, εγκαταλείψει
Opgeven στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • opgang στα ελληνικά - ανάβαση, ανόδου, άνοδο, ανάδυση, ανάβασης
  • opgave στα ελληνικά - επενδύω, ενοχλώ, καθήκον, δουλειές, μπελάς, γραμμή, δουλειά, ...
  • opgewekt στα ελληνικά - συναγερμός, σβέλτος, κεφάτος, ηλιόλουστος, ζωντανός, αιφνίδιος, οξυδερκής, ...
  • opgooien στα ελληνικά - ρίχνω, τινάσομαι, ανάρριψη, τίναγμα, εκτίναξη, την εκτίναξη
Τυχαίες λέξεις
Opgeven στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποποιούμαι, αποσύρομαι, ξεχωρίζω, αφηγούμαι, χάνω, παρατάω, αποκηρύσσω, διηγούμαι, εγκαταλείπω, παραιτούμαι, λέω, παραιτηθεί, να εγκαταλείψουν, εγκαταλείψουν, να εγκαταλείψει, εγκαταλείψει