Εγκαταλείπω στα ολλανδικά

Μετάφραση: εγκαταλείπω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitvallen, afstaan, prijsgeven, afleggen, overlaten, opgeven, woestijn, de woestijn, desert, woestijn van, onbewoond
Εγκαταλείπω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγκαταλείπω

εγκαταλείπω αγγλικα, εγκαταλείπω την ποίηση, εγκαταλείπω wikipedia, εγκαταλείπω παθητική μετοχή, εγκαταλείπω στα αγγλικα, εγκαταλείπω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εγκαταλείπω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εγκατάλειψη στα ολλανδικά - afstaan, afstand, losheid, cessie, verlating, ongegeneerdheid, toegeving, ...
  • εγκατάσταση στα ολλανδικά - installatie, de installatie, montage, installeren, installatie van
  • εγκαταλειμμένος στα ολλανδικά - nonchalant, onachtzaam, onbeheerd, nalatig, verlaten, achtergelaten, opgegeven, ...
  • εγκεφαλικό στα ολλανδικά - strelen, aanhalen, aaien, liefkozen, beroerte, slag, een beroerte, ...
Τυχαίες λέξεις
Εγκαταλείπω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: uitvallen, afstaan, prijsgeven, afleggen, overlaten, opgeven, woestijn, de woestijn, desert, woestijn van, onbewoond