Ophef στα ελληνικά

Μετάφραση: ophef, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πάταγος, φασαρία, σαματάς, ντόρος, θόρυβος, αναστάτωση, κόπο, θόρυβο
Ophef στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • opharken στα ελληνικά - τσουγκράνα, rake, γκανιότα, κτένι, γκανιότας
  • ophebben στα ελληνικά - φορώ
  • opheffen στα ελληνικά - ρευστοποιώ, ακυρώνω, παίρνω, εκκαθαρίζω, υπαναχωρώ., μετακομίζω, υπαναχωρώ, ...
  • ophijsen στα ελληνικά - ανυψωτήρας, ανύψωσης, ανυψωτήρα, ανυψωτικών μηχανημάτων, ανυψωτικών
Τυχαίες λέξεις
Ophef στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πάταγος, φασαρία, σαματάς, ντόρος, θόρυβος, αναστάτωση, κόπο, θόρυβο