Λέξη: μεμψιμοιρώ

Σχετικές λέξεις: μεμψιμοιρώ

μεμψιμοιρία τι σημαίνει

Συνώνυμα: μεμψιμοιρώ

μικρολογώ, λεπτολογώ, γκρινιάζω, γογγύζω

Μεταφράσεις: μεμψιμοιρώ

μεμψιμοιρώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
grumble, cavil

μεμψιμοιρώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
gruñir, refunfuñar, rezongar, reparo, Cavil, reparos, cavilación, cavilar

μεμψιμοιρώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
grummelnd, murren, knurren, gepolter, grollen, deuteln, kritteln, Cavil, Nörgelei, nörgeln

μεμψιμοιρώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ronchonner, bourdonnement, râler, grommeler, murmure, bougonner, bourdonner, tonner, maugréer, chigner, murmurer, grogner, gronder, grognement, roulement, ergoter, chicaner, chicane, cavil, argutie

μεμψιμοιρώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lamentarsi, cavillo, cavil, cavillare, cavilli

μεμψιμοιρώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cavilar, sofisma, cavil, objeção, cavilação

μεμψιμοιρώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sputteren, mopperen, kankeren, morren, vitten, cavil, kort bij Cavil, haarkloven, haarkloverij

μεμψιμοιρώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ворчать, жаловаться, роптать, канючить, сетование, разворчаться, поворчать, ворчание, жалоба, ропот, посетовать, брюзжать, пожаловаться, ворчанье, придираться, придирка, придираются, кляуза, придирки

μεμψιμοιρώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rumle, cavil

μεμψιμοιρώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dån, anmärka, cavil

μεμψιμοιρώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jyristä, pahoitella, nurista, arvostella pikkumaisesti

μεμψιμοιρώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
brumme, knurre, kværulere, cavil

μεμψιμοιρώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mručet, rachotit, reptání, bručet, reptat, bručení, hřmět, vrčet, rýpat

μεμψιμοιρώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
skarżyć, pomruk, sarkać, gderać, grzmieć, dokuczać, burczeć, mruczenie, zrzędzić, pogderać, gderanie, narzekać, mruk, utyskiwać, szemrać, czepiać się, ciosak, Cavil, podchwycenie

μεμψιμοιρώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szőrszálhasogatás, szőröz

μεμψιμοιρώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
itiraz, bahane, cavil, bahane aramak, kusur

μεμψιμοιρώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
скарження, поскаржитися, прискіпуватися, чіплятися, прискіпуватись

μεμψιμοιρώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
murmurit, qaravitje, qahem, nxjerr bishta, ankohem, qarje

μεμψιμοιρώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
заяждане, правя дребнави възражения, заяждам се, несериозно възражение

μεμψιμοιρώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прыдзірацца, чапляцца, быў чапляцца, іх прыдзірацца

μεμψιμοιρώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
torisema, korin, mürin, norimine, Huomautella, norima, salakaebama, Heita pikkumaisesti

μεμψιμοιρώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mumlanje, mrmljati, gunđanje, gunđati, cjepidlačiti, cjepidlačenje, sitničariti

μεμψιμοιρώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
cavil

μεμψιμοιρώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ieškoti priekabių, kabinėtis, prikibti, kibimas, kibti

μεμψιμοιρώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pieķerties sīkumiem, pieķeršanās sīkumiem

μεμψιμοιρώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
шега забелешката

μεμψιμοιρώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cicăleală, și bate joc, bate joc, scandalizăm, ne scandalizăm

μεμψιμοιρώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Cjepidlačiti, Cjepidlačenje

μεμψιμοιρώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rýpať, rýpat
Τυχαίες λέξεις