Opheffen στα ελληνικά

Μετάφραση: opheffen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρευστοποιώ, ακυρώνω, παίρνω, εκκαθαρίζω, υπαναχωρώ., μετακομίζω, υπαναχωρώ, αποσύρω, ανελκυστήρας, ανύψωση, ασανσέρ, ανελκυστήρα, ανύψωσης
Opheffen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ophebben στα ελληνικά - φορώ
  • ophef στα ελληνικά - πάταγος, φασαρία, σαματάς, ντόρος, θόρυβος, αναστάτωση, κόπο, ...
  • ophijsen στα ελληνικά - ανυψωτήρας, ανύψωσης, ανυψωτήρα, ανυψωτικών μηχανημάτων, ανυψωτικών
  • ophitsen στα ελληνικά - παρακινώ, προκαλώ, διεγείρω, υποβοηθώ, υποκινούν, υποκινήσουν, υποδαυλίζουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Opheffen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρευστοποιώ, ακυρώνω, παίρνω, εκκαθαρίζω, υπαναχωρώ., μετακομίζω, υπαναχωρώ, αποσύρω, ανελκυστήρας, ανύψωση, ασανσέρ, ανελκυστήρα, ανύψωσης