Λέξη: ασύλληπτος

Σχετικές λέξεις: ασύλληπτος

ασύλληπτος συνώνυμα, ασύλληπτος συνώνυμο

Συνώνυμα: ασύλληπτος

ακατανόητος, ακατάληπτος, αδιανόητος

Μεταφράσεις: ασύλληπτος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
elusive, uncaught, inconceivable, at large, unimaginable
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ilusorio, uncaught, no detectada, no capturada, capturada, sin capturar
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fein, trügerisch, unglaublich, abgefangene, uncaught, nicht abgefangene, nicht erfasste, nicht erfassten
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
insaisissable, subtil, fugitif, fin, uncaught, non interceptée, uncaughtError, non capturé, non capturée
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
non rilevato, non catturata, uncaught, non rilevata, non rilevate
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fino, arguto, uncaught, não capturada, não detectado, não capturado, não detectada
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
subtiel, spitsvondig, fijn, afgevangen, uncaught
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
неуловимый, неосязаемый, утонченный, уклончивый, изящный, неперехваченное, неперехваченная, неперехваченным, непойманные, Uncaught
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
unnvikende, uoppfanget
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ofångade, ej infångade, ohanterat, ej infångat
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hieno, uncaught
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ikke-fanget
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nepolapitelný, prchavý, vyhýbavý, uncaught, nezachycenou, nezachycené, nezachycená, nezachycených
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zawodny, nieuchwytny, ulotny, wykrętny, nieprzechwycony, niewychwycony, uncaught, przechwycony, nie przechwycony
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nem fogott, el nem kapott
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ince, yakalanmamış, yakalanmamış özel, yakalanmayan
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
невловимий, неперехваченное
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
uncaught
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
уклончивия, незабелязана
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
неперехваченное
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tabamatu, hoomamatu, kirjeldamatu, aasta kasutamata
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
neuhvaćen
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
uncaught
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nieprzechwycony
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uncaught
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
uncaught
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fin, neprins, uncaught
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
uncaught
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prchavý, uncaught
Τυχαίες λέξεις