Opleggen στα ελληνικά
Μετάφραση: opleggen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρησιμοποιώ, εφαρμόζω, βάζω, αιτούμαι, χρήση, επιβάλλουν, επιβάλλει, επιβάλουν, να επιβάλει, επιβάλει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- opkweken στα ελληνικά - αναπαράγω, αγρόκτημα, ράτσα, αναστηλώνω, σηκώνω, υψώνω, ανατρέφω, ...
- oplappen στα ελληνικά - επισκευάζω, κηλίδα, έμπλαστρο, ενημερωμένη έκδοση κώδικα, επίθεμα, εμπλάστρου
- oplegger στα ελληνικά - νταλίκα, ρυμουλκούμενο, τρέιλερ, ρυμουλκούμενου, ρυμουλκουμένου, του ρυμουλκουμένου
- opleiden στα ελληνικά - ανατρέφω, εκπαιδεύω, υψώνω, μορφώνω, σηκώνω, τρέφω, αναστηλώνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Opleggen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρησιμοποιώ, εφαρμόζω, βάζω, αιτούμαι, χρήση, επιβάλλουν, επιβάλλει, επιβάλουν, να επιβάλει, επιβάλει
Μεταφράσεις: χρησιμοποιώ, εφαρμόζω, βάζω, αιτούμαι, χρήση, επιβάλλουν, επιβάλλει, επιβάλουν, να επιβάλει, επιβάλει