Αιτούμαι στα ολλανδικά

Μετάφραση: αιτούμαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
leggen, zetten, opleggen, benutten, aandoen, toepassen, aanwenden, hierbij, verklaart, wordt, verklaart voor, rechtdoende
Αιτούμαι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αιτούμαι

αιτούμαι την χορήγηση δικαιωμάτων εθνικού αποθέματος για την περίοδο 2014, αιτούμαι αρχικοι χρονοι, αιτούμαι σύνταξη, αιτούμαι της, αιτούμαι κλίση, αιτούμαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αιτούμαι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αιτιολογία στα ολλανδικά - rechtvaardiging, reden, beweegreden, redelijkheid, verstand, oorzaak, redenering, ...
  • αιτιολογώ στα ολλανδικά - rationaliseren, te rationaliseren, rationalisatie, rationalisering, rationalisering van
  • αιτώ στα ολλανδικά - eisen, rekenen, vereisen, opeisen, wilt aanvragen
  • αιτών στα ολλανδικά - verzoeker, aanvrager, verzoekster, kandidaat, verzoeksters
Τυχαίες λέξεις
Αιτούμαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: leggen, zetten, opleggen, benutten, aandoen, toepassen, aanwenden, hierbij, verklaart, wordt, verklaart voor, rechtdoende