Os στα ελληνικά

Μετάφραση: os, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθοδηγώ, βόδι, ox, βοδιού, οχ, το βόδι
Os στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ornamentaal στα ελληνικά - διακοσμητικός, διακοσμητικά, καλλωπιστικών, διακοσμητικών, καλλωπιστικά
  • orthodox στα ελληνικά - ορθόδοξος, ορθόδοξη, ορθόδοξο, ορθόδοξες, ορθόδοξης
  • oscilleren στα ελληνικά - ταλαντώνομαι, ταλαντώνονται, ταλαντεύονται, ταλάντωση, ταλαντώνεται, ταλαντεύεται
  • ostentatief στα ελληνικά - ξιπασμένος, προσποιητά, επιδεικτικά, πομπωδώς, προσποιητά εξ
Τυχαίες λέξεις
Os στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθοδηγώ, βόδι, ox, βοδιού, οχ, το βόδι