Park στα ελληνικά

Μετάφραση: park, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πάρκο, κοινός, συνηθισμένος, πράσινος, πάρκου, χώρος στάθμευσης, Παρκ, χώρο στάθμευσης
Park στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • paring στα ελληνικά - συνουσία, ζευγάρωμα, ζευγαρώματος, συνουσίας, το ζευγάρωμα
  • pariteit στα ελληνικά - ισοτιμία, ισοτιμίας, ισότητα, ισότητας, η ισοτιμία
  • parkeren στα ελληνικά - πάρκο, στάθμευση, στάθμευσης, χώρος στάθμευσης, πάρκινγκ, χώρο στάθμευσης
  • parlement στα ελληνικά - βουλή, κοινοβούλιο, Κοινοβουλίου, το κοινοβούλιο, του Κοινοβουλίου
Τυχαίες λέξεις
Park στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πάρκο, κοινός, συνηθισμένος, πράσινος, πάρκου, χώρος στάθμευσης, Παρκ, χώρο στάθμευσης