Λέξη: ρυθμιστής

Σχετικές λέξεις: ρυθμιστής

ρυθμιστής πίεσης βενζίνης, ρυθμιστής φόρτισης, ρυθμιστής φόρτισης 12v, ρυθμιστής τάσης, ρυθμιστής φόρτισης mppt, ρυθμιστής φόρτισης phocos, ρυθμιστής πίεσης καυσίμου, ρυθμιστής φόρτισης τιμες, ρυθμιστής φόρτισης 36v, ρυθμιστής φόρτισης φωτοβολταικού

Συνώνυμα: ρυθμιστής

εξουδετερώτης, προφυλακτήρας, στιλβώτρο, σύγκρουση, διευθετών, κυβερνήτης, νομάρχης, τοποτηρητής

Μεταφράσεις: ρυθμιστής

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
regulator, adjuster, modulator, governor, buffer
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
regulador, regulador de, el regulador, del regulador, regulador del
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
regulator, regler, Regler, Reglers, Regel
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
régulateur, réglementation, de réglementation, organisme de réglementation, régulation
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
regolatore, regolatore di, regolazione, del regolatore, erogatore
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
regulador, regulador de, reguladora, do regulador, regulador do
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
regelaar, regulateur, regulator, toezichthouder, regelgever
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
регулятор, регулировщик, нормировщик, тот, уравнитель, регулятора, регулятором, положения, регулирующий орган
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
regulator, regulatoren, Heis
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
regulator, regulatorn, tillsynsmyndigheten, tillsynsmyndighet
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
säädin, sääntelyviranomainen, sääntelijä, säätimen, sääntelyviranomaisen
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
regulator, regulatoren, tilsynsmyndighed, regulerende, tilsynsmyndigheden
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
regulátor, regulátoru, regulátorem, regulační, regulátory
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
regulator, reduktor, regulatora, regulatorem, regulacji
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szabályozó, szabályzó, szabályozó hatóság, regulátor
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
regülatör, regülatörü, düzenleyici, düzenleyicisi, regulator
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
регламент, статут, регулятор, регулювальник
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rregullator, rregullatori, rregullatorit, rregullator i, rregullatori i
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
регулировчик, регулатор, регулатор на, регулатора, регулаторен орган, регулаторен
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рэгулятар
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
korraldaja, regulaator, reguleeriv, lisapidurituli, reguleeriva, reguleerija
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
regulator, regulatora, regulaciju, za regulaciju, regulatorno
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eftirlitsstofnanna, gangstillir, þrýstijafnarann, þrýstijafnaranum, Fjármálaeftirlitið
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
reguliatorius, reguliavimo, reguliavimo institucija, reguliatoriaus, reguliatoriai
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
regulators, regulatora, regulētājs, regulatoru, sadales
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
регулатор, регулаторот, регулатор на, регулатор за, регулаторно
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
regulator, regulator de, de reglementare, regulatorului, autoritate de reglementare
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
regulátor, regulator, zakonodajalec, regulatorja, regulativni, regulativni organ
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
regulátor, regulačný orgán, regulátora

Στατιστικά δημοτικότητας: ρυθμιστής

Τυχαίες λέξεις