Pijn στα ελληνικά
Μετάφραση: pijn, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πόνος, λαχταρώ, πονώ, πόνο, πόνου, τον πόνο, άλγος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- pies στα ελληνικά - νερό, ύδωρ, ποτίζω, ούρα, ούρων, τα ούρα, των ούρων, ...
- pijl στα ελληνικά - βέλος, arrow, βέλος Η, βέλους, το βέλος
- pijnboom στα ελληνικά - πεύκο, πεύκα, πεύκου, πεύκης, πεύκων
- pijnigen στα ελληνικά - βασανίζω, βασανισμός, πόνος, πόνο, πόνου, τον πόνο, άλγος
Τυχαίες λέξεις
Pijn στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πόνος, λαχταρώ, πονώ, πόνο, πόνου, τον πόνο, άλγος
Μεταφράσεις: πόνος, λαχταρώ, πονώ, πόνο, πόνου, τον πόνο, άλγος