Λαχταρώ στα ολλανδικά

Μετάφραση: λαχταρώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pijn, wee, zeer, hunkeren naar, hanker, hunkeren
Λαχταρώ στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λαχταρώ

λαχταρώ sarah kane βιβλιο, σάρα κέιν λαχταρώ, λαχταρώ συνώνυμα, λαχταρώ sarah kane, λαχταρώ και τρέχω να σε φτάσω, λαχταρώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, λαχταρώ στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • λαχανικό στα ολλανδικά - plantaardig, groente, groente-, plantaardige, fruit
  • λαχτάρα στα ολλανδικά - verlangend, smachtend, hunkering, begeerte, verlangen, hunkeren, craving
  • λαϊκός στα ολλανδικά - getapt, veelgeliefd, populair, leek, leken, de leek, voor leken, ...
  • λαύρα στα ολλανδικά - vuur, ijver, ambitie, lavra, klooster, van Lavra
Τυχαίες λέξεις
Λαχταρώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: pijn, wee, zeer, hunkeren naar, hanker, hunkeren