Plichtpleging στα ελληνικά

Μετάφραση: plichtpleging, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φιλοφρόνηση, τελετή, τελετής, τελετή απονομής, εκδήλωση, τελετή που
Plichtpleging στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • plezierig στα ελληνικά - τερπνός, ευχάριστος, ευάρεστος, απολαυστικός, ευχάριστη, ευχάριστο, ευχάριστες, ...
  • plicht στα ελληνικά - υποχρέωση, ευθύνη, δασμός, φόρος, δασμού, δασμό, καθήκον
  • plichtplegingen στα ελληνικά - τελετουργικός, εθιμοτυπία, τελετή, ανεπίσημα, αφελώς, τον αφελώς, σιωπηλά
  • ploeg στα ελληνικά - ομάδα, άροτρο, αλέτρι, αρότρου, αυλακώσεως, άροτρο με
Τυχαίες λέξεις
Plichtpleging στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φιλοφρόνηση, τελετή, τελετής, τελετή απονομής, εκδήλωση, τελετή που