Λέξη: σκιώδης

Σχετικές λέξεις: σκιώδης

σκιώδης τιμή, σκιώδης κυβέρνηση πασοκ, σκιώδης συριζα, σκιώδης κυβέρνηση συριζα, σκιώδης κυβέρνηση σαμαρά, σκιώδης τραπεζική, σκιώδης κυβέρνηση, σκιώδης υπουργός εξωτερικών, σκιώδης υπουργός, σκιώδησ τύποσ

Συνώνυμα: σκιώδης

σκιερός, ύπουλος, σκοτεινός

Μεταφράσεις: σκιώδης

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
shadowy, shady, shadow, the shadow, a shadow
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
umbrío, sombrío, oscuro, vago, sombría, sombras
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schattenhafter, undurchsichtig, schattenhaft, schattig, schemenhaft
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ténébreux, obscur, spectral, sombre, vague, foncé, abstrus, ombragé, ombre, d'ombre, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ombroso, ombra, oscuro, ombrosa, d'ombra
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sombrio, sombria, sombra, obscuro, sombras
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schaduwrijk, schimmige, schaduwrijke, duistere, schaduwachtige
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
затененный, призрачный, тинистый, тенистый, мрачный, неясный, смутный, темный, теневой, темная, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skygge, skyggefulle, mørke, skyggefull, skyggeaktig
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skugg, skuggiga, skuggig, skuggigt, skumma
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hämärä, hämyinen, varjoisa, hämärään, hämäräperäinen, hämärää
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skyggeagtige, skyggefulde, dunkle, skyggetilværelse, skyggefuld
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přízračný, šerý, temný, tmavý, stinný, temné, stinné, stinná, stínová
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ciemny, cienisty, upiorny, widmowe, mroczna, shadowy, ciemna
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
homályos, árnyékos, sötét, árnyas, árnyszerű
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gölgeli, karanlık, belirsiz, şaibeli, gölgeli bir
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
примарний, похмурий, темний, неясний, тінистий, чорний, темне
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i paqartë, hije, paqartë, nën hije, në hije
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сенчест, сенчестата, сенчеста, сенчестия, призрачна
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
хваля, цёмны, чорны, цёмную, цёмнае
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
varjuline, hämar, varjus olevat, varjulises, varjuarmeed
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mračan, hladovit, varljiv, sjenovit, zamagljen, sjenovito, sjenoviti, sjenovita, sjene
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
shadowy
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
niūrus, iliuzinis, Miglains, miglotas, neaiškus
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
miglains, ēnu, neskaidrs, ēnains, apšaubāms
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
таинствената, сомнителната, тајната, сенки, мрачниот
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
umbrit, umbră, obscur, de umbră, din umbră
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
senčni, temačne, Hladovit, senci, Sjenovit
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tienistý, tienisté
Τυχαίες λέξεις