Pulseren στα ελληνικά

Μετάφραση: pulseren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δονούμαι, γογγύζω, πάλλομαι, πάλλω, πάλονται, πάλλονται
Pulseren στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • pukkel στα ελληνικά - σπυρί, σπυράκι, pimple, σπυρακιών, εξάνθημα
  • pul στα ελληνικά - πλοίο, σκεύος, αγγείο, σκάφος, βαζάκι, βάζο, αγγείου, ...
  • pulver στα ελληνικά - πούδρα, πασπαλίζω, σκόνη, σκόνης, σε σκόνη, κόνεως
  • punctuatie στα ελληνικά - στίξη, στίξης, σημεία στίξης, στίξεως, σημείων στίξης
Τυχαίες λέξεις
Pulseren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δονούμαι, γογγύζω, πάλλομαι, πάλλω, πάλονται, πάλλονται