Λέξη: στραβός

Σχετικές λέξεις: στραβός

στραβόσ βελόνα γύρευε ολα ολα, στραβός βελόνα γύρευε, στραβός φρονιμίτης, σταυρός αγγλικά, στραβός θώρακας, στραβός βελόνα γύρευε στίχοι, στραβός γιαλός, στραβός στα αγγλικά, στραβόσ είναι ο γιαλόσ ή στραβά αρμενίζουμε

Συνώνυμα: στραβός

στρεβλός, πικρόχολος, λοξός, τυφλός, αδιέξοδος, ελικοειδής, ελικώδης, καμπύλος, σκολιός, όχι ευθύς

Μεταφράσεις: στραβός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
crooked, wry, blind, awry, tortuous, warped
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
curvo, tramposo, torcido, irónica, torcida, irónico, torcido de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
krumm, sardonisch, schief, ironisch, trocken, wry, trockenen
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tortu, bancroche, tordu, biscornu, tors, malhonnête, ironique, désabusé, courbé, courbe, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
storto, contorto, obliquo, ironico, beffardo
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
torto, irónico, irônico, irónico da, irónico do
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
scheef, gedwongen, wrange, de gedwongen, wry
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
искривленный, согбенный, противоречивый, сгорбить, сгорбленный, непрямой, искаженный, перекошенный, нечестный, изогнутый, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skjev, skjevt, ironiske, skjeve, ironisk
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skev, snett, wry, sned, om wry, den wry
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
epärehellinen, käyrä, kumara, karsas, kirpeä, kelju, köyry, kyyry, ironinen, wry, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skævt, skæve, skæv, besk, krydsbid
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nepoctivý, křivý, zahnutý, zkřivený, zkroucený, nečestný, pokřivený, ohnutý, ironický, jízlivý, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nieuczciwy, koślawy, oszukańczy, skręcony, zakrzywiony, krzywy, przewrotny, skrzywiony, wykrzywiony, wry, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
horgas, tisztességtelen, kampós, elfintorított, félrecsavart, elfintortott, fanyar, kényszeredett, kényszeredetten
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
eğri, çarpık, alaycı, alaycı bir, wry, iğneleyici
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перекручений, непрямий, скривлений, зігнений, скручений, кривої, Кривий, кривою, кривій, Кривой
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i sforcuar, me ironi, sforcuar, ironi, përdhunë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
криво, огорчен, крив, иронична, кисела, иронично
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
крывой, Крывы
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
küürus, väänatud, kõver, irooniline, vildak, ebaaus, viril, viltune, iroonilise, wry, ...
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nepošten, kos, kriv, nakrivljen, iskrivljen, uvrnut, iščašene
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
wry
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kreivas, ironiškas, Kreivė, iškreiptas, Greizs
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
greizs, sašķobīts, šķībs
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
иронична, огорчен
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
strâmb, crispat, wry, ciudat, ironic
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Kriv, Iskrivljen
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nepoctivý, ironický, ironické, ironických, ironicky
Τυχαίες λέξεις