Roepen στα ελληνικά

Μετάφραση: roepen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στριγκλίζω, ονομάζω, κλαίω, τηλεφωνώ, φωνάζω, κλήση, μάτι, όνομα, κραυγή, δακτυλίδι, τηλέφωνο, δαχτυλίδι, ονομασία, κραυγάζω, πρόσκληση, κλήσης, πρόσκλησης, κλήσεων
Roepen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • roemvol στα ελληνικά - αξιοσημείωτος, ξακουστός, επιφανής, πολύκροτος, ένδοξος, διάσημος, γνωστός, ...
  • roep στα ελληνικά - στριγκλίζω, κραυγή, στριγγλίζω, κλαίω, διάδοση, κατακραυγή, φήμη, ...
  • roer στα ελληνικά - σωλήνωση, πίπα, σωλήνας, αυλός, όπλο, τουφέκι, καραμπίνα, ...
  • roeren στα ελληνικά - αφρίζω, μαστιγώνω, νικώ, μαστίζω, ταραχή, ανάδευσης, αναδεύσεως, ...
Τυχαίες λέξεις
Roepen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στριγκλίζω, ονομάζω, κλαίω, τηλεφωνώ, φωνάζω, κλήση, μάτι, όνομα, κραυγή, δακτυλίδι, τηλέφωνο, δαχτυλίδι, ονομασία, κραυγάζω, πρόσκληση, κλήσης, πρόσκλησης, κλήσεων