Rook στα ελληνικά

Μετάφραση: rook, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καπνίζω, καυσαέριο, καπνός, καπνοί, καπνού, καπνό, καπνιστών τροφίμων, αιθάλης
Rook στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • roof στα ελληνικά - ληστεία, ληστής, ληστή, κλέφτης, ο ληστής, ληστρική
  • rooien στα ελληνικά - κέντρισμα, αποβλέπω, σηκώνω, σαρκασμός, νύξη, σκοπός, σκοπεύω, ...
  • room στα ελληνικά - κρέμα, κρέμας, κρέμα γάλακτος, κρέμας γάλακτος, κρεμ
  • roomkleurig στα ελληνικά - κρέμα, κρέμας, κρέμα γάλακτος, κρέμας γάλακτος, κρεμ
Τυχαίες λέξεις
Rook στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καπνίζω, καυσαέριο, καπνός, καπνοί, καπνού, καπνό, καπνιστών τροφίμων, αιθάλης