Run στα ελληνικά
Μετάφραση: run, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνθλίβω, συνωστισμός, ζουλώ, τρέξιμο, κίνηση, κίνηση από, επιχείρηση, τρέχει
Μεταφράσεις
- rumoer στα ελληνικά - θόρυβος, πάταγος, φασαρία, σαματάς, ντόρος, θορύβου, θόρυβο, ...
- rumoerig στα ελληνικά - θορυβώδης, θορυβώδη, θορυβώδες, θορυβώδεις, θόρυβο
- rund στα ελληνικά - βόδι, ox, βοδιού, οχ, το βόδι
- runderen στα ελληνικά - βόδια, βοδιών, τα βόδια, βόας, βοών
Τυχαίες λέξεις
Run στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνθλίβω, συνωστισμός, ζουλώ, τρέξιμο, κίνηση, κίνηση από, επιχείρηση, τρέχει
Μεταφράσεις: συνθλίβω, συνωστισμός, ζουλώ, τρέξιμο, κίνηση, κίνηση από, επιχείρηση, τρέχει