Ruw στα ελληνικά
Μετάφραση: ruw, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκληρός, ωμός, αγενής, αγροίκος, άγριος, χονδροειδής, δριμύς, τραχύς, κτήνος, πρόχειρος, ακατέργαστων, τραχύ, τραχιά, ακατέργαστα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- rustigheid στα ελληνικά - σιωπή, ήσυχος, σωπαίνω, νηνεμία, γαλήνιος, αταραξία, ατάραχος, ...
- rustverstoring στα ελληνικά - πληθώρα, ταραχή, όργιο, διατάραξη, διαταραχή, διαταραχής, διαταραχές, ...
- ruzie στα ελληνικά - καβγάς, καυγάς, διαπληκτίζομαι, φιλονικία, σειρά, καυγαδίζω, κωπηλατώ, ...
- ruziën στα ελληνικά - διαπληκτίζομαι, καυγάς, καυγαδίζω, φιλονικία, υποστηρίζοντας, ισχυριζόμενη
Τυχαίες λέξεις
Ruw στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκληρός, ωμός, αγενής, αγροίκος, άγριος, χονδροειδής, δριμύς, τραχύς, κτήνος, πρόχειρος, ακατέργαστων, τραχύ, τραχιά, ακατέργαστα
Μεταφράσεις: σκληρός, ωμός, αγενής, αγροίκος, άγριος, χονδροειδής, δριμύς, τραχύς, κτήνος, πρόχειρος, ακατέργαστων, τραχύ, τραχιά, ακατέργαστα