Scheppen στα ελληνικά

Μετάφραση: scheppen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γεννοβολώ, παράγω, κάνω, γεννώ, δημιουργώ, φτιάχνω, κατασκευάζω, φτυάρι, εξαναγκάζω, δημιουργήσετε, δημιουργήσουν, δημιουργούν, δημιουργήσει, να δημιουργήσει
Scheppen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • schep στα ελληνικά - φτυάρι, φτυαριστές, φτυαριού, φτυάρι για
  • schepen στα ελληνικά - πλοία, τα πλοία, πλοίων, πλοία που, αποστέλλεται
  • schepper στα ελληνικά - συγγραφέας, πηγή, δημιουργός, Creator, δημιουργό, δημιουργού, ο δημιουργός
  • schepping στα ελληνικά - κόσμος, ύπαρξη, δημιουργία, υφήλιος, δημιουργίας, τη δημιουργία, σύσταση, ...
Τυχαίες λέξεις
Scheppen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γεννοβολώ, παράγω, κάνω, γεννώ, δημιουργώ, φτιάχνω, κατασκευάζω, φτυάρι, εξαναγκάζω, δημιουργήσετε, δημιουργήσουν, δημιουργούν, δημιουργήσει, να δημιουργήσει