Λέξη: τοπογράφος

Σχετικές λέξεις: τοπογράφος

τοπογράφος μηχανικός χαλκιδική, τοπογράφος πε, τοπογράφος εργασία, τοπογράφος θεσσαλονίκη, τοπογράφος χαλκιδική, τοπογράφος βόλος, τοπογράφος μηχανικός, τοπογράφος μηχανικός μετάφραση, τοπογράφος μηχανικός english, τοπογράφος μηχανικός εργασία

Συνώνυμα: τοπογράφος

επιθεωρητής, καταμετρητής, γεωμέτρης, επόπτης

Μεταφράσεις: τοπογράφος

τοπογράφος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
surveyor, topographer, Surveying, and Surveying, a surveyor

τοπογράφος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
topógrafo, agrimensor, inspector, Surveyor, inspector de

τοπογράφος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geometer, vermesserin, landvermesser, Landvermesser, Vermesser, Vermessungs

τοπογράφος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
arpenteur, arpentage, géomètre, mesureur, inspecteur, expert, Surveyor

τοπογράφος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ispettore, perito, agrimensore, geometra, topografo

τοπογράφος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
agrimensor, topógrafo, inspector, surveyor, inspetor

τοπογράφος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
landmeter, expert, surveyor, inspecteur, vastgoeddeskundige

τοπογράφος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
геодезист, таможенник, топограф, инспектор, межевик, съемщик, землемер, маркшейдер

τοπογράφος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
takstmann, måler, landmåler, besiktelsesmann, surveyor

τοπογράφος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
besiktningsman, inspektör, lantmätare, inspektören, lantmätaren

τοπογράφος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tarkastaja, maanmittari, katsastaja, katsastajan, katsastajalle, surveyor

τοπογράφος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
landmåler, landinspektør, inspektør, skibsinspektør, surveyor

τοπογράφος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dozorce, měřič, inspektor, geometr, dohlížitel, zeměměřič, Surveyor, geodet

τοπογράφος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
geodeta, kontroler, nadzorca, rzeczoznawca, inspektor, geometra, surveyor, mierniczy

τοπογράφος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
geodéta, felügyelő, földmérő, felmérője, felmérővel, felmérő

τοπογράφος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bilirkişi, sörveyör, kadastrocu, anketçi, araştırmacı

τοπογράφος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
митник, інспекторе, маркшейдер, топограф, інспектор, инспектор, інспектора

τοπογράφος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
topograf, anketuesi, matës, Gjeodeti, kontrollor

τοπογράφος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
инспектор, Сървейър, геодезист, топограф, контрольор

τοπογράφος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
інспектар, інспэктар

τοπογράφος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
geodeet, ülevaataja, inspektor, maamõõtja, ülevaatajale, organisatsiooni inspektori

τοπογράφος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mjeritelj, nadglednik, nadzornik, procjenitelj, geometar, geodet, mjernik, inspektoru

τοπογράφος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Surveyor, skoðunarmanns, meta tjónið, Skoðunarmaður, tjónið

τοπογράφος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
matininkas, inspektorius, geodezininkas, surveyor

τοπογράφος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mērnieks, inspektors, inspektoram, vērtētājs, mērnieka

τοπογράφος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
геодет, геометар, инспектор, геодет се, геодет на

τοπογράφος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
inspector, topograf, surveyor, topografi, geometru

τοπογράφος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
geodet, inšpektorja, nadzornik, geometer, inšpektor

τοπογράφος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zememerač, zememeračov, geodet

Στατιστικά δημοτικότητας: τοπογράφος

Τυχαίες λέξεις