Λέξη: τοπικός
Σχετικές λέξεις: τοπικός
τοπικός καιρός, τοπικός πόρος, τοπικός παράγων, τοπικός βρόχος, τοπικός πόρος ανάπτυξης, τοπικός οργανισμός εγγείων βελτιώσεων, τοπικός ηλεκτρικός θερμαντήρας, τοπικός άνεμος φιν, τοπικός προσδιορισμός, τοπικόσ τύποσ
Συνώνυμα: τοπικός
επίκαιρος, θέματος, περιφερειακός, χωρικός
Μεταφράσεις: τοπικός
τοπικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
local, topical, regional, a local, the local
τοπικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
local, tópico, locales, local de
τοπικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
örtliches, örtlich, ortsansässiger, lokal, narkose, ortsansässige, einheimische, lokalen, lokale, örtlichen
τοπικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
communal, topique, local, locale, locales, locaux
τοπικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
locale, locali, locale di, del luogo
τοπικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
local, locais, local de
τοπικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
plaatselijk, lokaal, lokale, plaatselijke, de lokale
τοπικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
аборигенный, тамошний, локальный, местный, низовой, здешний, местного, местное, местная
τοπικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lokal, kommunal, lokale, lokalt, Hjemme
τοπικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lokal, lokala, lokalt, den lokala
τοπικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lokaali, paikallinen, paikallisten, paikallisia, paikalliset, paikallisen
τοπικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lokal, lokale, lokalt, den lokale, lokaloplysninger
τοπικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
místní, lokální, obecní, místního, místních, regionálních
τοπικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
okoliczny, miejscowy, lokalny, lokalne, lokalnym, lokalnych
τοπικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
helyi, a helyi, lokális
τοπικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yerli, yöresel, yerel, lokal, yerel bir
τοπικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
часточки, місцевий, місний, місцевого, місцева
τοπικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lokal, vendor, lokale, vendore, vendas
τοπικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
местен, локален, местно, местната, местното
τοπικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мясцовы
τοπικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kohalik, lokaalne, kohalike, kohaliku, kohalikud, kohalikul
τοπικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
lokalan, područni, domaće, mjesni, mjesne, lokalne, lokalni, lokalna, lokalno
τοπικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sveitarfélaga, staðbundin, heimamaður, svæðisskattur, staðbundið
τοπικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vietinis, vietos, Vietiniai, vietinės, vietinio
τοπικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vietējs, vietējā, vietējo, vietējās, vietējais
τοπικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
локалните, локални, локалната, локално, локална
τοπικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
local, locale, locală, locala, gazdă
τοπικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
lokální, lokalna, lokalno, lokalni, lokalne, lokalnih
τοπικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tunajší, miestnej, miestna, miestne, miestny, miestnych